Thursday, 12 June 2008

Memento Mori - Κεφάλαιο 2

"MEMENTO MORI"
Κεφάλαιο 2



Η Τελική Κρίση - Hans Memling (c.1440-1494)


Το επόμενο πρωινό ο Αντώνης ξύπνησε με ένα τρομερό πονοκέφαλο, καθώς ο ήλιος άρχισε να του χτυπάει τα μάτια από το ανοιχτό παράθυρο που είχε ξεχάσει ανοιχτό το προηγούμενο βράδυ.

- Μμμ… Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει! Τι ώρα να είναι; 9; Και δεν άκουσα το ξυπνητήρι; Πρέπει να κοιμήθηκα πολύ βαριά! Θα αργήσω και ποιος τον ακούει, αναφώνησε έντρομος.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και άρχισε να φοράει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Εξάλλου δεν τον ένοιαζε και πολύ. Η μοναδική μέρα που έπρεπε να είναι στην ώρα του και εκείνος παρακοιμήθηκε. Ο Μίλτος θα του έβαζε τις φωνές και με το δίκιο του. Αφού ετοιμάστηκε να βγει από το δωμάτιο και τότε είδε το μαύρο "ημερολόγιο" πάνω στο κομοδίνο και η περιέργεια του άρχισε να μεγαλώνει και πάλι.

- Χμ… Μπορώ να του ρίξω μια ματιά καθώς είμαι στο λεωφορείο, σκέφτηκε και το πήρε μαζί του.

Βγήκε έξω και κατέβηκε τις σκάλες προς την κουζίνα.

- Μαμά… Το πρωινό είναι έτοιμο; Πρέπει…

Αλλά η μητέρα του έλειπε. Για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του έλειπε τέτοια ώρα από την κουζίνα. Μάλλον θα είναι πουθενά αλλού σκέφτηκε και άρχισε να την φωνάζει. Αλλά, απάντηση δεν πήρε.

- Μάλλον θα πήγε για ψώνια, μουρμούρισε, καθώς έπαιρνε ένα μήλο από το μπολ που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Αφού κοίταξε για άλλη μια φορά γύρω του το άδειο σπίτι, άνοιξε την εξώπορτα και έφυγε.

Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά και η μέρα ήταν αρκετά ζεστή ακόμα και γι’ αυτή την ώρα αλλά τον Αντώνη δεν τον πείραζε. Του άρεσε η ζέστη και ακόμα περισσότεροι οι βόλτες μέσα στην καλοκαιρινή πόλη. Καθώς προχωρούσε προς την στάση άκουσε το κινητό του να χτυπά. Το κοίταξε, χαμογέλασε και απάντησε.

- Έλα μωρό μου… Ναι, το ξέρω έχω αργήσει, χίλια συγγνώμη… Παρακοιμήθηκα και δεν άκουσα το ξυπνητήρι… Τώρα πάω προς την στάση… Πες τους ότι σε λίγη ώρα θα είμαι εκεί… Κι εγώ σ’ αγαπώ… Τα λέμε σε λίγο λοιπόν.

Στην στάση ο κόσμος δεν ήταν πολύς. Φαίνεται πως λίγοι τόλμησαν να βγουν έξω μετά από τις προειδοποιήσεις της Ε.Μ.Υ. για τον επικείμενο καύσωνα. Το λεωφορείο δεν άργησε να έρθει και βρήκε αμέσως θέση για να κάτσει. Καθώς ξεκινούσε το ταξίδι του προς την σχολή, έβγαλε το μαύρο βιβλίο. Αν και όλα αυτά που διάβαζε τα θεωρούσε δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας – δαιμονική Αθήνα, "Άλλοι", Πύλες – ήθελε να μάθει ακόμα περισσότερα. Η επόμενη σελίδα ήταν ίσως και η μοναδική καθαρογραμμένη σελίδα του βιβλίου κι αυτό τον χαροποίησε καθώς ξεκίνησε να την διαβάζει.

"25 Δεκεμβρίου

Χριστούγεννα σήμερα. Ημέρα χαράς, όπως θέλουν να πιστεύουν μερικοί. Όλος ο κόσμος γιορτάζει την γέννηση του Θεανθρώπου και της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον. Μόνο που αυτό το τόσο ελπιδοφόρο μέλλον που περιμένουν όλοι είναι απλά ένα ζοφερό και τρομαχτικό. Τίποτα δεν είναι αληθινό πια. Όλα όσα ήξερα ήταν ένα ψέμα. Κι Αυτός είναι ο μεγαλύτερος υποκριτής απ’ όλους. Φοβάμαι, ναι, το ομολογώ. Έχω χάσει τα πάντα… Έχω χάσει και τους δικούς μου ανθρώπους και είμαι μόνος, αδύναμος και εύκολος στόχος γι’ Αυτούς. Τώρα κρύβομαι αλλά φοβάμαι πως πλέον θα είναι αργά. Πίστευα πως η Πινακοθήκη θα είχε όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Αλλά για άλλη μια φορά αποδείχτηκα λάθος… Κοίτα τους! Όλοι διασκεδάζουν! Γελάνε! Ανέμελοι περνάνε αυτές τις ώρες με φίλους και συγγενείς χωρίς...
"

Η συγκεκριμένη παράγραφος έμοιαζε να τελειώνει κάπως απότομα κι αυτό έκανε τον Αντώνη να σκέφτεται, άθελά του, αν ο συγγραφέας είναι καλά. Παρόλη την αγωνία του όμως δεν πρόλαβε να κοιτάξει παρακάτω καθώς έφτανε στον προορισμό του. Έκλεισε το "ημερολόγιο" κάπως βιαστικά, το έβαλε στην τσάντα του και κατέβηκε από το λεωφορείο. Στην στάση τον περίμενε ένα καστανό αγόρι, στην ίδια ηλικία περίπου με τον Αντώνη, που μάλλον έδειχνε νευριασμένος. Ένα από τα πιο γλυκά χαμόγελα σχηματίστηκαν στο πρόσωπο του Αντώνη μόλις τον είδε.

- Καλημέρα μωρό μου, του είπε ο Αντώνης
- Μη φωνάζεις! Θες να μας ακούσουν;… Άργησες πολύ. Ξέρεις πόσο σημαντική είναι αυτή η μέρα για μένα και δεν ήρθες. Οι γονείς μου ήδη έφυγαν κι ο Χρήστος πήγε στην δουλειά.
- Τι; Τελείωσε κιόλας η αποφοίτηση;… Συγγνώμη Μίλτο, είπε στενάχωρα.
- Σε ήθελα δίπλα μου. Κι εσύ κοιμόσουν.
- Συγγνώμη, είπε και του έκανε μια στεναχωρημένη γκριμάτσα.

Ο Μίλτος βλέποντας αυτή την γκριμάτσα κατάλαβε το πόσο πολύ είναι ερωτευμένος με τον Αντώνη. Τον ήξερε από μικρό παιδί άλλωστε (έμεναν στην ίδια γειτονιά για χρόνια). Αν και ήταν αρκετά δημοφιλής στην τάξη του, ο Μίλτος πάντα έβρισκε χρόνο να κάνει παρέα με τον κολλητό του. Ο Αντώνης, από την άλλη, ήταν αρκετά μοναχικός με ελάχιστες παρέες και σχεδόν καθόλου φίλους. "Να, έρχεται ο περίεργος" φώναζαν τα παιδιά κάθε φορά που τον έβλεπαν να πλησιάζει. Μόνο ο Μίλτος ήταν αυτός που τον καταλάβαινε, που τον ήξερε. Μάλωνε πολλές φορές με τις παρέες του για να τον υπερασπιστεί, αλλά δεν τον ένοιαζε. Από πάντα ο Αντώνης ήταν ερωτευμένος με τον Μίλτο, ίσως από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε στο σχολείο και ήταν δίπλα του σε χαρά αλλά και σε κάθε πόνο. Και όταν, στο Πανεπιστήμιο πια, εξομολογήθηκε τα συναισθήματά του σ’ εκείνον, είδε τα μάτια του να λάμπουν. Και τότε ήταν και η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα.

- Χαχαχαχα! Πάντα βρίσκεις τρόπο να με κάνεις να σε συγχωρώ.
- Εμ, τόσα χρόνια σε ξέρω. Έχω μάθει τα κουμπιά σου, του είπε ο Αντώνης και κατευθύνθηκαν προς την σχολή.

Μέσα ήταν γεμάτο με φοιτητές, όπου οι περισσότεροι ήταν ακόμα ντυμένοι με τις τηβέννους τους περιτριγυρισμένοι από συγγενείς και φίλους. Γέλια, χαρά και η αισιοδοξία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Βρήκαν μια γωνιά και έκατσαν να τα πουν.

- Ελπίζω να έφερες τις σημειώσεις που σου ζήτησα, είπε ο Μίλτος
- Ναι είναι στην τσάντα μου. Παρ’ τες από μέσα.

Καθώς ο Μίλτος έβγαζε τις σημειώσεις, το δερμάτινο "ημερολόγιο" έπεσε στο πάτωμα.

- Τι είναι αυτό; είπε καθώς έσκυβε να το πιάσει.
- Α, τίποτα μωρέ. Να, κάτι που βρήκα στην σοφίτα χτες το βράδυ και το διάβαζα. Τρελή φαντασία πρέπει να είχε όποιος το έγραψε.
- Για να δω…

Ο Μίλτος άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο. Γρήγορες ματιές από εδώ κι από κει. "Άλλοι", "Memento Mori", σκόρπιες λέξεις που του κέντριζαν το ενδιαφέρον.

- Χμμ… Ενδιαφέρον αν μη τι άλλο.
- Λες να είναι πραγματικά αυτά που λέει;
- Έλα τώρα! Στον 21ο αιώνα ζούμε! Δεν πιστεύω σε δαίμονες και φαντάσματα. Έχει και κάτι καλό. Τον πίνακα του Hans Memling. Τουλάχιστον έναν από τους τρεις. Τον είδα και στην Εθνική Πινακοθήκη πριν λίγες μέρες με την Τόνια.
- Σωστά! Είχα δει αφίσες παντού στην πόλη για μια έκθεση στην πόλη με θέμα το μακάβριο και η επιρροή του πάνω στην τέχνη.
- Αν θέλεις μπορούμε να πάμε τώρα να τον δούμε. Δεν έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω, του είπε και ο Αντώνης του έγνεψε καταφατικά.

Είχε φτάσει κιόλας μεσημέρι και η ζέστη ολοένα γινόταν και μεγαλύτερη. Ο σταθμός του Μετρό ήταν σχεδόν άδειος. Ο κόσμος που περίμενε εκεί έδειχνε σκυθρωπός και κουρασμένος από την αρκετή ζέστη που επικρατούσε έξω. Για αρκετή ώρα ο Αντώνης και ο Μίλτος δεν μίλαγαν. Ίσως η ζέστη να τους είχε επηρεάσει κι αυτούς. Ο Αντώνης άρχισε πάλι να σκέφτεται τον συγγραφέα του "ημερολογίου". Το μυστήριο που κάλυπτε την ταυτότητα του τον ερέθιζε πολύ. Ήθελε να μάθει γι’ αυτόν περισσότερα. Χαμένος στις σκέψεις του άκουσε ένα βρυχηθμό, απόκοσμο, να έρχεται προς το μέρος τους. Οι άλλοι γύρω του, ακόμα κι ο Μίλτος, δεν έδειχναν να ανησυχούν, αντίθετα με τον ίδιο. Άρχισε να κοιτάζει τριγύρω του καθώς προσπαθούσε να καταλάβει από που προέρχονταν αυτός ο ήχος και τότε ο άδειος συρμός του Μετρό έφτασε μπροστά τους και άνοιξε τις πόρτες του να υποδεχτεί τον λιγοστό κόσμο.

- Το άκουσες αυτόν τον ήχο; ρώτησε ο Αντώνης τον Μίλτο καθώς επιβιβάζονταν στο συρμό.
- Ποιόν ήχο;
- Κάτι σαν βρυχηθμός ήταν… Περίεργος.
- Το Μετρό είναι ρε βλάκα. Ηρέμησε… του είπε καθησυχαστικά. Σε χτύπησε η ζέστη κατακέφαλα μου φαίνεται!
- Μάλλον…

Δεν άργησαν να φτάσουν στον Ευαγγελισμό και στον προορισμό τους. Το κτήριο της Πινακοθήκης ήταν καλυμμένο από αφίσες της έκθεσης σχεδόν σε κάθε πλευρά του. Όταν μπήκαν μέσα, ο Μίλτος τον οδήγησε κατευθείαν στους πίνακες του Memling όπου και οι τρεις τους δέσποζαν σε περίοπτη θέση στο κτήριο της Πινακοθήκης.


Δίπλα από αυτούς μια μικρή ταμπέλα έγραφε:

"Γήινη Ματαιοδοξία και Θεία Σωτηρία, του Hans Memling (c.1485): Το τρίπτυχο αυτό δείχνει την αντίθεση της γήινης ομορφιάς και πολυτέλειας με την προοπτική του θανάτου και της Κόλασης. Προσφορά του Musée des Beaux-Arts του Στρασβούργου".

- Ματαιοδοξία: ένα από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα σύμφωνα με τον Δάντη. Ενδιαφέρον πίνακας. Έτσι δεν είναι; ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από πίσω τους.

Γύρισαν και είδαν μια νεαρή κοπέλα να τους χαμογελάει, στα 23 από ότι την έκανε ο Μίλτος πάνω κάτω, καστανή φορώντας μπλε κοκάλινα γυαλιά. Το μαλλί της ήταν πιασμένο κότσο και τα ρούχα της είχαν ένα αρκετά μποέμικο στυλ.

- Γεια, είμαι η Άννα, τους είπε. Σπουδάζω ιστορία της Τέχνης και είμαι εδώ για μια εργασία. Δεν περίμενα να δω κόσμο τέτοια ώρα και μάλιστα με τέτοια ζέστη σήμερα εδώ.
- Είμαι ο Αντώνης κι από δω ο Μίλτος, πρόλαβε και συστήθηκε δίνοντας το χέρι του.
- Χάρηκα πολύ για την γνωριμία. Από ότι βλέπω βρίσκετε ενδιαφέρον τον συγκεκριμένο πίνακα, τους είπε χαμογελώντας.
- Ναι, τον είδαμε κάπου και ήρθαμε να μάθουμε περισσότερα για αυτόν.
- Α, τότε ήρθατε στο σωστό μέρος. Μπορώ να σας πω κάποια πράγματα γι’ αυτόν μιας και μελετάω τα έργα εδώ και μέρες τώρα.
- Ναι, θα ήταν υπέροχο. Σε ευχαριστούμε, είπε με ενθουσιασμό ο Αντώνης καθώς έφευγε από την παρέα του Μίλτου και πλησίαζε την Άννα.
- Είναι ένα αλληγορικός μεσο – μεσαιωνικός πίνακας την εποχή όπου ο Χριστιανισμός έδινε έμφαση στην Θεία Δίκη, στον Παράδεισο, στην Κόλαση και στην σωτηρία της ψυχής που έρχονταν με τον Θάνατο. Την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν πολλά τέτοιου είδους έργα, όπου βασίζονταν στην αλληγορία της καθολικότητας του Θανάτου. Βλέπετε; και τους έδειξε έναν πίνακα με θέμα "Dance Macabre". Ο Θάνατος πλέον έχει πάρει υπόσταση στο μυαλό των ανθρώπων. Οι καλλιτέχνες της εποχής το έκαναν αυτό κυρίως για να απομυθοποιήσουν στα μάτια του κόσμου κάτι που είναι άγνωστο, κάτι το τρομαχτικό. "Memento Mori" - θυμήσου τον Θάνατο… Για να μην ξεχάσεις ότι ζεις…


- Λίγο μακάβρια συζήτηση, είπε ο Μίλτος νιώθοντας κάπως άβολα. "Dance Macabre"; Εγώ ήξερα μόνο το μουσικό έργο του Saint-Saëns.
- Κι όμως είναι όλοκληρο σύνολο από έργα τέχνης. Μπορείς να πεις πως είναι και κίνημα... Βλέπεις ο θάνατος, σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας κι αν βρισκόμαστε, είναι αυτό που μας ενώνει όλους.
- Ννννναι… Πρέπει να πηγαίνουμε εμείς τώρα, είπε ο Μίλτος σκουντώντας τον υπνωτισμένο από τα λόγια της Άννας Αντώνη. Σε ευχαριστούμε για τις πληροφορίες.
- Α, ευχαρίστησή μου. Εγώ χάρηκα που βοήθησα, τους είπε και χαμογέλασε.
- Ελπίζω να τα ξαναπούμε, πετάχτηκε ο Αντώνης.
- Μπορεί… Αν είναι γραφτό, μπορεί…

Βγαίνοντας από την Πινακοθήκη τα λόγια της Άννας στροβίλιζαν στο μυαλό του Αντώνη. Είχε ήδη πάει απόγευμα και η ζέστη είχε πέσει.

- Μια χαρά σου την έπεφτε αυτή κι εσύ τσίμπησες για τα καλά, είπε ο Μίλτος
- Τι λες τώρα; Απλά έβρισκα ενδιαφέροντα όσα είπε. Τίποτα παραπάνω.
- Τελοσπάντων. Εγώ πρέπει να πάω στον Χρήστο για να μιλήσουμε για κάτι που με θέλει. Εσύ τι θα κάνεις;
- Πρέπει να πάω σπίτι γιατί η μητέρα μου έλειπε το πρωί και θέλω να δω αν είναι καλά. Α, και μου είπε ότι περιμένει ακόμα το δέμα της μητέρας σου.
- Καλά θα στο φέρω ή απόψε το βράδυ ή αύριο. Θα σε πάρω τηλέφωνο.
- Σ’ αγαπώ…

Ο Μίλτος του χαμογέλασε, γύρισε και έφυγε. Ο Αντώνης στάθηκε για λίγο καθώς έβλεπε τον Μίλτο να ανεβαίνει την Μιχαλακοπούλου. Ήδη του έλειπε πολύ… Και με αυτή την σκέψη γύρισε και κατευθύνθηκε προς το Μετρό για να γυρίσει επιτέλους σπίτι του…


53 και σήμερα...

Tuesday, 10 June 2008

Memento Mori - Κεφάλαιο 1

Το παρακάτω είναι μια ιστορία που είχα γράψει πριν κάποια χρόνια. Δεν την είχα τελειώσει ποτέ... Ίσως μου άρεσε να υπάρχει αυτό το μυστήριο και δεν ήθελα να τελειώσει. Ίσως... Παρόλα αυτά όμως, χτες καθώς έψαχνα κι εγώ κάτι τετράδια βρήκα κι εγώ, όπως ο Αντώνης της ιστόριας, αυτό έδω. Σας παραθέτω ένα μέρος της και αν σας αρέσει τότε θα υπάρχει και η συνέχεια...

"MEMENTO MORI"
Κεφάλαιο 1



"Αυτό είναι το ημερολόγιό μου. Μένω στην Αθήνα , σε μια περιοχή όχι και τόσο μακριά από το κέντρο και είμαι 32 χρονών. Το όνομά μου ας μου επιτραπεί να το κρατήσω μυστικό – τον λόγο για το οποίο το κάνω αυτό θα το καταλάβετε αργότερα. Τα παρακάτω γεγονότα μπορεί να φανεί σε μερικούς ψέμα, γελοία, απίστευτα ή κι εγώ δεν ξέρω τι, αλλά προσωπικά δεν με ενδιαφέρει. Τα καταγράφω γιατί σε περίπτωση που πάθω κάτι, ο κόσμος θέλω να μάθει το τι πραγματικά έχει γίνει σε μένα αλλά και στους ανθρώπους που αγαπώ. Πριν λίγο καιρό ανακάλυψα, άθελά μου, μια Αθήνα σκοτεινή, περίεργη, μυστηριώδης. Μια Αθήνα επικίνδυνη, δαιμονική που όσο και να θέλουν κάποιοι να το κρατήσουν μυστικό δεν θα τους αφήσω. Αν καταφέρουν και φέρουν το σχέδιο τους εις πέρας και έρθουν Αυτοί τότε κανείς μας δεν θα είναι ασφαλής πια…"

- Αντώνη! Έλα γρήγορα κάτω! Το φαγητό θα κρυώσει!
- Έρχομαι…

Έκλεισε αμέσως το σκονισμένο μαύρο δερμάτινο βιβλίο που μόλις ανακάλυψε, το έβαλε κάτω από την μασχάλη του και έτρεξε να κατέβει τις σκάλες της σοφίτας κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Μόλις έφτασε στην κουζίνα ο Αντώνης, ένα νεαρό αγόρι που πριν λίγες μέρες είχε κλείσει τα 28 του χρόνια, είδε την μητέρα του να βάζει και το δικό της πιάτο στο τραπέζι.

- Που ήσουν τόση ώρα; Σε φωνάζω, δεν ακούς; του είπε κάπως νευριασμένα.
- Ήμουν πάνω στην σοφίτα και έψαχνα να βρω κάτι για την σχολή και είχα αφαιρεθεί, της είπε καθώς καθόταν και ετοιμάζονταν να φάει.
- Μμμ… Πόσες φορές σου έχω πει να μην ανεβαίνεις μόνος σου στην σοφίτα; Και αν πέσει τίποτα και σε χτυπήσει και πάθεις τίποτα; Μόνο εσένα έχω από τότε που χάθηκε ο πατέρας σου.
- Ανησυχείς για το τίποτα… Δεν είμαι δα και κανένα μικρό παιδί.
- Καλά. Φάε το φαγητό σου τώρα, του είπε χαμογελώντας.

Ήξερε πολύ καλά το πώς να απαντάει στην μητέρα του, χωρίς να την στεναχωρεί. Από τότε που χάθηκε ο πατέρας του Αντώνη πριν 8 χρόνια είχαν μόνο ο ένας τον άλλον. Η μητέρα του, αν και μικρή σε ηλικία, φαίνονταν κουρασμένη και αρκετά χρόνια γηραιότερη. Είχε επωμιστεί όλες τις ευθύνες από τότε που η "αγάπη της", όπως τον έλεγε από την πρώτη στιγμή που τον είδε, βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο με κομμένες τις φλέβες του. Το γεμάτο αίματα μπάνιο ήταν και πρώτο πράγμα που αντίκρισε η ίδια και το πρώτο πράγμα που έβλεπε στους εφιάλτες της για πολλά χρόνια. Αυτοκτονία είπε η αστυνομία, αλλά αυτή δεν τους πίστεψε. Ο άντρας της ήταν ευτυχισμένος, το ήξερε - όχι ήταν σίγουρη - και δεν θα μπορούσε άλλωστε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν υπήρχε κίνητρο. Από τότε όλα δυσκόλεψαν. Όλα. Αλλά η ίδια έδειχνε να αντέχει και το μονάκριβο παιδί της, ο Αντώνης της, ήταν ότι της είχε μείνει για να της δίνει ελπίδα.

- Τι είναι αυτό; είπε η μητέρα του Αντώνη βλέποντας το δερμάτινο βιβλίο πάνω στο τραπέζι.
- Α, το βρήκα πάνω στη σοφίτα καθώς έψαχνα. Το βρήκα ενδιαφέρον και το κατέβασα κάτω.
- Αυτός ο πατέρας σου... Ίδιος ο παππούς σου. Ό,τι παλιατζούρα βρει την κρατούσε. Και ποιο το αποτέλεσμα; Γεμίσαμε με άχρηστα πράγματα στην σοφίτα. Το Σαββατοκύριακο θα με βοηθήσεις να τα καθαρίσουμε. Ίσως βρούμε και πουλήσουμε τίποτα από όλη αυτή την παλιατζούρα που υπάρχει εκεί πάνω.
- Καλά... Ουφ… Έσκασα! Όπως πάντα τέλειο το φαγητό σου. Πάω για ύπνο. Αύριο πρέπει να πάω στην σχολή με τον Μίλτο. Καληνύχτα μαμά.

Σηκώθηκε, πήρε το βιβλίο από το τραπέζι, την φίλησε στο μάγουλο και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες προς το δωμάτιό του.

- Καληνύχτα. Α, και μην ξεχάσεις να πεις στον φίλο σου ότι ακόμα περιμένω αυτό το δέμα από την μητέρα του.
- Εντάξει, φώναξε γελώντας.

Το δωμάτιο του Αντώνη ήταν γεμάτο αφίσες από ταινίες. Πάντα, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ήθελε να γίνει σκηνοθέτης αλλά δυστυχώς οι συνθήκες τον ανάγκασαν να το εγκαταλείψει κι αυτό, όπως τόσα άλλα όνειρα που έκανε μικρός - όνειρα που πλέον ξεθώριαζαν όπως και οι παλιές αφίσες στους τοίχους του δωματίου του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Η νύχτα ήταν απλά πανέμορφη, καλοκαιρινή. Η Αθήνα για άλλη μια βραδιά έσφυζε από ζωή και οι ήχοι της πόλης γέμιζαν το σκοτεινό του δωμάτιο. Η αγωνία του όμως να συνεχίσει το "ημερολόγιο" αυτού του άγνωστου τον έκαναν να μην προσέξει τίποτα απ’ όλα αυτά. Το μαύρο δερμάτινο βιβλίο ήταν αρκετά σκονισμένο ενώ οι περισσότερες σελίδες του ήταν σκισμένες ενώ άλλες μουτζουρωμένες. Μαύρες κηλίδες (μελάνι;) είχαν ποτίσει στις σελίδες και έκανε μερικές λέξεις δυσανάγνωστες. Όμως αυτό τον ιντριγκάρε περισσότερο. Ήθελε να μάθει περισσότερα γι’ αυτό τον μυστηριώδη συγγραφέα. Με μιας το άνοιξε και συνέχισε την ανάγνωσή του.

"26 Νοεμβρίου

Μόλις είχα φύγει από το σπίτι της Τζένης στο Γκ…ι, σχεδόν ξημερώματα. Είχαμε πάει εγώ και η Γι… για να τις ευχηθούμε για τα γενέθλιά της. Αφού αποχωρίστηκα και με την Γιάννα, άρχισα να κατεβαίνω την Ο…ως. Ο καιρός ήδη άρχισε να γίνεται όλο και πιο κρύος και ο κόσμος δεν κυκλοφορούσε και πολύ έξω, πόσο μάλλον και καθημερινή. Λίγα βήματα πιο κάτω παρατήρησα πως ήμουν … μόνος στον δρόμο. Αυτό με έκανε να νοιώσω κάπως άβολα αλλά συνέχισα με κάπως πιο γρήγορο βήμα. Τότε ήταν που ένιωσα πως κάποιος με παρακολουθεί. Προσπάθησα να ηρεμήσω τον εαυτό μου λέγοντας συνέχεια πως φταίει το …, μέχρι που άρχισα να ακούω βήματα και κάτι σαν ψίθυρους πίσω μου. Σταμάτησα και γύρισα να δω ποιος είναι αλλά δεν είδα κανέναν. Τότε άρχισα να πηγαίνω σχεδόν τ…ας προς το σπίτι μου όπου, ευτυχώς, δεν ήταν και πολύ μακριά. Όταν έφτασα έβγαλα όσο πιο γρήγορα μπορούσα τα κλειδιά (τα βήματα έρχονταν ολοένα και πιο κοντά ενώ οι ψ… γίνονταν ολοένα και πιο πολλοί – κοιτούσα … … … αλλά δεν έβλεπα κα…), άνοιξα την πόρτα, μπήκα και κλείδωσα. Από το τζάμι είδα σκιές να σταματούν απ’ έξω. Κοντοστάθηκαν για λίγο αλλά μετά …! Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Νόμιζα πως ήταν κ…. Πόσο λάθος έκανα τότε!
"

Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ποιός ή ποιά τα έγραφε; Όλα αυτά που διάβαζε τον έκαναν να αισθάνεται κάπως άβολα. Διάφορες εικόνες γέμιζαν το μυαλό του, εικόνες περίεργες και τρομαχτικές συνάμα. Η επόμενη παράγραφος ήταν μουτζουρωμένη. Γύρισε την σελίδα αλλά το μόνο που είδε ήταν μια φωτογραφία


και από κάτω με μεγάλα γράμματα Memento Mori!! Κάπου την είχε ξαναδεί αυτή την φωτογραφία και μάλιστα πολύ πρόσφατα αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί που. Στην πιο δίπλα σελίδα το "ημερολόγιο" συνέχιζε…

"3… ...ου

Η Γιάννα δεν σηκώνει το τηλέφωνό της εδώ και τρεις μέρες. Της το είπα να μην με ακολου... αλλά νόμιζε πως την .... Και τώρα λείπει…!! Θεέ μου! Τι έκανα; Είμαι σίγουρος πλέον πως την έχουν κι αυτή εκεί. Φίλοι μου, ..., όλοι! Σιγά-σιγά χάνονται και Αυτοί είναι πίσω απ’ όλα αυτά. Θέλουν να με τρελάνουν. Θέλουν να με φοβίσουν. Νομίζουν πως παίρνοντας μαζί τους νομίζουν πως θα με κάνουν να τα παρατήσω. ΧΑ!! Είναι γελασμένοι. Η ... πια με θεωρεί τρελό. Αλλά ξέρω πολύ καλά τι κάνω. Το Μ… δεν έπρεπε να γίνει ποτέ. Ανοίξαμε τις Πύλες της Κο...ως κάτω από τα πόδια μας και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι!
"

- Μαλακίες! είπε καθώς κοιτούσε την ώρα. Ωχ! Πήγε κιόλας 2; Πωωω! Πρέπει να κοιμηθώ γιατί αύριο δεν θα σηκώνομαι, σκέφτηκε και άφησε το βιβλίο στο κομοδίνο του, έκλεισε το φως και βυθίστηκε σε ένα από τους πιο βαθύς ύπνους που έχει κάνει ποτέ του…


55 και σήμερα...

Saturday, 7 June 2008

Ένα Αγόρι στη Πόλη


Πραγματικά δεν είχα σκοπό να γράψω κάποιο μεγάλο ποστ, αλλά κι από την άλλη δεν είχα σκοπό να γράψω και κάτι μικρό... Δεν με ενδιαφέρει το πόσο θα είναι, απλά θέλω να αποτυπώσω κάποια συναισθήματα που ένοιωσα χτες καθώς περπατούσα στην νυχτερινή Αθήνα.

Χτες είχε γενέθλια μια πολύ καλή μου φίλη και θα μας έβγαζε έξω, σε κάποιο ταβερνάκι της Πανόρμου. Έτσι, κι εγώ ξεκίνησα από το σπίτι μου στο Γαλάτσι να πάω προς τα εκεί. Το βρήκα μια όμορφη ευκαιρία να περπατήσω στο κέντρο της πόλης μιας και είχα πολλές μέρες να απολαύσω μια τέτοια βόλτα. Στο λεωφορείο ο κόσμος ήταν πολύς. Περισσότερος από ότι θα περίμενα μια τέτοια ώρα, αλλά από την άλλη θα μου πείτε Παρασκευή βράδυ ήταν. Παρέες από εδώ κι από εκεί κανόνιζαν για το τι θα κάνουν απόψε. Τα γέλια τους και οι φωνές τους γέμιζαν τον χώρο... Εγώ, φορώντας τα ακούστηκα και με το iPod να παίζει την αγαπημένη μου μουσική, άρχισα σιγά-σιγά να χάνομαι στις σκέψεις μου. Τα φώτα της Αθήνας έμοιαζαν σαν να χορεύουν στους ρυθμούς της μουσικής που άκουγα. Και τότε έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει... έτσι απλά.

Καθώς κατέβαινα από το λεωφορείο στην Ακαδημίας, κατάλαβα πόσο πολύ μου είχε λείψει η πόλη. Η δουλειά μου δεν μου επιτρέπει να βρίσκω τον χρόνο να πηγαίνω στο κέντρο. Για μια στιγμή κοντοστάθηκα. Για μια μόνο στιγμή... Ήθελα απλά να αφουγκραστώ τον παλμό της πόλης μου. Καθώς άρχιζα να κατηφορίζω τον πεζόδρομο, άρχισα να γεμίζω με εικόνες και ήχους της πόλης: παρέες να γελάνε, κόσμος να συζητάει, άνθρωποι να κάθονται και απολαμβάνουν την νυχτερινή Αθήνα, αυτοκίνητα να κατεβαίνουν την Πανεπιστημίου... Ένιωσα για άλλη μια φορά μέρος αυτής της πόλης. Μιας πόλης που φαίνεται ότι δεν κοιμάται πότε και που ξέρει να ζει. Ο κόσμος, στην φωταγωγημένη πλατεία Συντάγματός, ήταν πάρα πολύς. Άλλοι με το χαμόγελο και άλλοι πάλι με την κούραση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Έμπαιναν και έβγαιναν από το Μετρό, άλλοι για να διασκεδάσουν ενώ άλλοι για να πάνε να ξεκουραστούν μετά από μια πολυάσχολη μέρα που έφτανε στο τέλος της. Το δροσερό αεράκι που είχε εκείνη η βραδιά την έκανε ακόμα πιο όμορφη και την Αθήνα να φαίνεται ακόμα πιο μαγική. Και τότε έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει... έτσι απλά.

Το "μουσικό μου ταξίδι" σιγά-σιγά έφτανε στο τέλος του καθώς έφτανα στην Πανόρμου. Η βόλτα μου στην νυχτερινή Αθήνα όμως όχι. Καθώς αποβιβαζόμουν από το μετρό και ανέβαινα τις σκάλες της εξόδου, συνειδητοποίησα πως όσο μακριά κι αν είμαι η καρδιά μου πάντα θα είναι εκεί, στα στενά δρομάκια του κέντρου, στις φωταγωγημένες πλατείες, στον κόσμο που βρίσκει τρόπους να διασκεδάζει... Και πριν καταφέρω να τελειώσω τις σκέψεις μου, είχα ήδη φτάσει στον προορισμό μου και άκουσα την παρέα μου να με φωνάζει. Ναι, η καρδιά μου θα είναι πάντα εδώ, με όλα τα καλά και τα κακά που προσφέρει. Θα προσπαθήσω να τα ζήσω όλα στο φουλ. Και χαμογέλασα... έτσι απλά.


58 και σήμερα...

Wednesday, 4 June 2008

"Θα με Παντρευτείς;"

UPDATE: Διαβάστε στην σημερινή Athens Voice την συνέντευξη των δύο gay που ήρθαν εις γάμον κοινωνία στην Τήλο. Και όσοι δεν την βρίσκετε μπορείτε να την διαβάσετε εδώ online.

Οι πάντες, αυτές τις μέρες, μιλάνε για τον γάμο των ομοφυλοφίλων στην Τήλο. Φίλοι, γνωστοί, συγγενείς όλοι κάτι έχουν να σχολιάσουν για αυτό το θέμα. Τέτοια δημοσιότητα ούτε ο γάμος της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Για να μη πω της Βανδή και με πείτε ιερόσυλο. :P Από την άλλη τα ΜΜΕ άρχισαν το κλασσικό τους πανηγύρι. Εμ, φυσικό ήταν άλλωστε αφού η τηλεθέαση των δελτίων ειδήσεων είχε φτάσει στο πάτο. Κόσμος και κοσμάκης αρχίζει να λέει τις παπαρολογίες του στα παράθυρα για το εάν είναι νόμιμο ή όχι και για το κατά πόσο οι ομοφυλόφιλοι είναι δυστυχισμένοι. Πραγματικά δεν θα ασχοληθώ με αυτά γιατί σίγουρα κάποιοι άλλοι θα το ξέρουν καλύτερα το θέμα και εξάλλου δεν είμαι και ο ειδικός για να απαντήσω. Άσε που με έχει κουράσει κιόλας αυτή η αντιπαράθεση.

Με πάτημα τον γάμο, και πόσο μάλλον με γάμο των ομοφυλοφίλων, είχα σαν σκοπό να κάνω ένα ποστ αστείο βάζοντας κάποιες φωτογραφίες που μου έστειλε ένας πολύ καλός μου φίλος στο email μου. Αλλά ούτε αυτό τελικά μου έβγαινε. Αυτό που μου τριβελίζει το μυαλό είναι το πώς τελικά αυτοί οι δυο άνθρωποι ενώπιο φίλων και γνωστών αλλά, και γιατί όχι, ίσως και συγγενών αποφάσισαν να ενώσουν τις μοναξιές τους και να παντρευτούν. Τελικά υπάρχει αυτό το "για πάντα;" ή είναι απλά ένα μικρό παραμυθάκι που μας αρέσει να πιστεύουμε; Κι αν όντως υπάρχει εμάς γιατί δεν μας χτυπάει την πόρτα;

Τελικά οι σχέσεις των ανθρώπων είναι κάτι το πολύ περίεργο. Μας αναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας, κι αν δεν ασχολούμαστε με τα δικά μας ερωτικά σίγουρα ασχολούμαστε με τα ερωτικά κάποιον άλλων. Γιατί κάτι που θα έπρεπε να είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο καταντάει να είναι ίσως το πιο κουραστικό και εξαντλητικό;

Ερωτεύεσαι κάποιον και μετά αρχίζει να βαριέται. Ερωτεύεσαι κάποιον και αυτός αρχίζει να ξενοπηδάει. Ερωτεύεσαι κάποιον και εσύ ο ίδιος έχεις ανασφάλειες. Ερωτεύεσαι κάποιον… αλλά αυτός σε βλέπει σαν φίλο. Ουφ! Τρέχουμε έναν αγώνα δρόμου εναντίον των φόβων μας, των ανασφαλειών μας και ενίοτε του ίδιου μας του εαυτού και πάντα νιώθουμε ότι βγαίνουμε τελευταίοι. Τελικά ακόμα και στον έρωτα είμαστε μαζοχιστές. Όσες φορές κι αν πληγωθούμε, πάντα μα πάντα τρέχουμε να τον ξαναβρούμε. Γιατί έρωτας χωρίς την σφαλιάρα του από την ίδια την ζωή δεν υφίσταται. You may not like it but you always come back for more.

Και τέλος υπάρχουν κάποιοι που τελικά τα καταφέρνουν και φτάνουν στη πολυπόθητη finish line, όπως τα δυο ζευγάρια που παντρεύτηκαν χτες στη Τήλο. Αν τα κατάφεραν αυτοί τότε μάλλον υπάρχει ελπίδα για όλους μας…

Και στο ερώτημα του ποστ πριν απαντήσετε, δείτε λίγο και τις παρακάτω φωτογραφίες.







Λοιπόν; Τι λέτε τώρα...;


61 και σήμερα...

Sunday, 1 June 2008

Η Ώρα της Αλήθειας


*fanfare*

Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Καλό μήνα και καλωσήρθατε φίλοι μου, σε μια ακόμα εκπομπή με τίτλο "Η Ώρα της Αλήθειας". Στο προηγούμενο επεισόδιο είχαμε 4 ιστορίες του Strahd όπου μια από αυτές είναι πραγματική. Τα τηλεφωνήματά σας ήταν πάρα πολλά και σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας. Οι ψήφοι καταμετρήθηκαν και τώρα είναι η ώρα της μεγάλη αποκάλυψης. Ας χαμηλώσουμε τα φώτα και ας γίνει η αποκάλυψη ΤΩΡΑ!!

*drum roll*

1. 14 χρονών. Καλοκαίρι. Πήρα το ποδήλατο του ξαδέρφου μου κρυφά από το εξοχικό που είχαμε πάει για διακοπές, και άρχισα να κόβω βόλτες στους δρόμους του χωριού. Μου άρεσε τόσο να κάνω ποδήλατο για πρώτη φορά στην ζωή μου που δεν πρόσεξα περνώντας από μια διασταύρωση όπου και με χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Πετάχτηκα λίγα μέτρα αλλά ευτυχώς την γλύτωσα με λίγες εκδορές στο πόδι. Το ποδήλατο όμως ψιλοκαταστράφηκε. Οι γονείς μου γι’ αυτό τον λόγο δεν μου αγόρασαν ποτέ ποδήλατο.

Όντως ποτέ δεν είχα πάρει ποδήλατο, αλλά όχι γι’ αυτό τον λόγο. Οι γονείς μου φοβόντουσαν μήπως δεν προσέχω και με χτυπήσει κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο. Όσες φορές κι αν χτυπιόμουν ποτέ τους δεν μου έκαναν την χάρη. Μόνο όταν πήγαινα στο χωρίο μου έπαιρνα λίγο το ποδήλατο του ξαδέρφου μου.

2. Γενικά είμαι απίστευτα ντροπαλό άτομο και ρίχνω τον εαυτό μου πολύ. Πρώτη φορά σεξ έκανα στα 22 και αυτό δεν ήταν και τόσο ωραίο. Ντρεπόμουν τόσο πολύ, και ακόμα ντρέπομαι δηλαδή, να κοιτάξω κάποιον που με ενδιαφέρει στα μάτια και κοκκινίζω απίστευτα όταν κάποιος με κοιτάζει. Σχέση πρώτη φορά έκανα στα 29 και αυτό γιατί όλοι με θεωρούσαν καλό για φίλο αλλά όχι καλό για το αγόρι τους. Πίστευα πως ήμουν ο πιο άσχημος άνθρωπος στον κόσμο.

Αυτή είναι η αλήθεια. Ναι, γενικά είμαι πολύ ντροπαλό άτομο και αν μου αρέσει κάποιος τον κοιτάζω μόνο εάν δεν με κοιτάζει αυτός. Αν γυρίσει το βλέμμα του αλλάζω το δικό μου. Γενικά είχα ατυχίες με σχέσεις. Όλοι με θεωρούσαν τον καλύτερό τους φίλο και δεν με άφηναν να τους δείξω το ποιός μπορεί πραγματικά να είμαι αν με είχαν για το αγόρι τους. Πάντα έλεγα ότι αυτοί χάνουν, αλλά πάντα μα πάντα με πείραζε αυτό. Έτσι άρχισα να νομίζω πως είμαι χάλια.

3. Στην Αγγλία που σπούδαζα έκανα πολλές φορές χόρτο. Οι φίλοι μου έφερναν κάθε βδομάδα από τους Πακιστανούς εκεί και καπνίζαμε λίγο κάθε Σαββατοκύριακο. Μάλιστα την πρώτη φορά με ζάλισε τόσο πολύ που ξέρασα πάνω στο κρεβάτι της φίλης μου, όπου η ίδια άρχισε να γελάει πάρα πολύ βλέποντας το όλο σκηνικό. Γυρνώντας στην Αθήνα δεν έχω ξανακάνει παρά μόνο μια φορά.

Μια φορά είχα κάνει χόρτο στην Αγγλία που σπούδαζα. Από τότε δεν είχα ξανακάνει. Όχι γιατί δεν το επεδίωξα αλλά γιατί δεν μου άρεσε. Άσε που δεν καπνίζω κιόλας.

4. Είχα ερωτευτεί μια φορά γυναίκα στα 18 μου. Ήταν μια συμμαθήτριά μου στο Λύκειο που κάναμε παρέα. Αυτή ήταν και το πρώτο μου φιλί αλλά όταν παίζαμε μπουκάλα. Τελικά όμως δεν έκανα ποτέ τίποτα μαζί της μιας και τα έφτιαξε με το πιο ωραίο παιδί της τάξης την ίδια νύχτα. Ένιωσα πολύ προδομένος και μίσησα και αυτή κι αυτόν πάρα πολύ και ξέκοψα μαζί της.

Μια φίλη μου είχα ερωτευτεί αλλά όχι στο Λύκειο, ήταν αρκετά αργότερα. Δεν ξέρω, ίσως περνούσα κρίση ταυτότητας. :P Αλλά είμαστε φίλοι ακόμα και σήμερα και ξέρει για μένα, και της το είχα πει ότι κάποτε ήμουν ερωτευμένος μαζί της και τώρα τα θυμόμαστε και γελάμε.

Ευχαριστούμε πολύ Strahd. Από ότι φαίνεται πολλοί είναι αυτοί που το βρήκαν και απάντησαν σωστά. Μάλλον δεν είσαι καλός στο να μπερδεύεις κόσμο βλάκα. :P Ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε. Ως την επόμενη φορά... γεια σας.

*fanfare*


64 και σήμερα...