"MEMENTO MORI"
Κεφάλαιο 4
"Οι Τέσσερις Καβαλάρηδες της Αποκάλυψης" του Viktor Vasnetsov (1887) Ο Αντώνης ξύπνησε με το πρώτο φως της μέρας. Όλο το σώμα του πόναγε καθώς είχε κοιμηθεί πάνω σε ένα πεταμένο και κατεστραμμένο στρώμα που βρήκε κάπου σε έναν όροφο της οικοδομής. Ο πονοκέφαλος του ήταν πιο έντονος το πρωινό αυτό, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Μέσα σε μια μέρα η ζωή του άλλαξε. Σκέφτηκε όλα όσα είδε, όλα όσα συνέβησαν μπροστά στα μάτια του. Η μητέρα του νεκρή από τα ίδια του τα χέρια, περίεργα πλάσματα να τον κυνηγούν με τον Μίλτο να είναι υποχείριό τους και ο πατέρας του να είναι ο μυστηριώδης συγγραφέας του "ημερολογίου". Και αυτός μόνος του… Κυνηγημένος, διωγμένος από το ίδιο του σπίτι. Κατάδικος για έναν φόνο που δεν έφταιγε εκείνος.
- Όλο αυτό είναι ένας εφιάλτης… Ναι… Αυτό πρέπει να είναι… Εφιάλτης, και σε λίγο θα ξυπνήσω.
Αλλά γιατί δεν ξυπνούσε; Θεέ μου! Ένοιωθε τόσο φοβισμένος… Τόσο μόνος.
- Πρέπει να βρω την δύναμη να ηρεμίσω. Πρέπει να φανώ δυνατός. Δεν θα τους αφήσω να με νικήσουν…, είπε και σηκώθηκε από το στρώμα.
Έφυγε από την οικοδομή πριν καλά-καλά έρθουν οι εργάτες. Ήταν γεμάτος σκόνη, αίματα και ιδρώτα. Βρομούσε από την κορυφή ως τα νύχια. Καθώς περπατούσε στο δρόμο, έβλεπε την απέχθεια του κόσμου ζωγραφισμένη στα μάτια τους καθώς τον απέφευγαν. Προσπαθούσε να μην δίνει σημασία και να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να δει που βρίσκεται και πόσο μακριά είναι από το σπίτι του. Κοίταξε γύρω την περιοχή και την οδό. Σίγουρα κάτι του θύμιζε… Ναι! Ήταν μόλις λίγα τετράγωνα πιο πέρα από εκεί που έμενε. Καθώς άρχισε να προχωράει με αργά και σταθερά βήματα προς το σπίτι του έβγαλε το κινητό του από την τσάντα. 15 αναπάντητες κλήσεις από τον Χρήστο! Αμέσως τον κάλεσε…
- Ναι; Χρήστο μ’ ακούς;
- Ναι; Ποιος είναι; ακούστηκε η αγουροξυπνημένη φωνή του Χρήστου από την άλλη άκρη της γραμμής.
- Ο Αντώνης είμαι, είπε προσπαθώντας να μην φωνάζει και τόσο.
- Αντώνη;!;! Χριστέ μου; Είσαι καλά φίλε μου; Άκουσα στις ειδήσεις ότι ένα τρομερό έγκλημα έγινε χτες κοντά στο κέντρο της Αθήνας και έδειχναν το σπίτι σου! Χριστέ μου, η μητέρα σου έλεγαν πως είναι νεκρή κι ότι εσύ αγνόησε!! Όταν προσπαθούσα να σε πάρω τηλέφωνο κι εσύ δεν το σήκωνες σκέφτηκα τα χειρότερα, είπε ο Χρήστος που απ’ ότι φαίνεται είχε ξυπνήσει για τα καλά τώρα.
- Καλά είμαι εγώ, μην ανησυχείς. Έγιναν πολλά πράγματα χτες που δεν μπορώ να στα πω από το τηλέφωνο. Πρέπει να έρθω να σε δω… Πότε μπορώ να έρθω στο σπίτι σου.
- Είσαι καλά φίλε μου; Εννοείτε να έρθεις να με δεις όποτε θες. Και τώρα μάλιστα. Ο Μίλτος; Ο Μίλτος σε πήρε κανένα τηλέφωνο;
- Θα στα πω όλα με λεπτομέρειες όταν φτάσω, του είπε ενώ αυτή την φορά η φωνή του φαινόταν αρκετά αγχωμένη.
- ΟΚ. ΟΚ. Σε περιμένω. Όποτε μπορείς έλα.
- Εντάξει. Α, και που είσαι. Μην ανοίξεις σε κανέναν την πόρτα εκτός κι αν είμαι εγώ. Ούτε στον Μίλτο. Σε κανέναν! Το κατάλαβες;
- Αντώνη… Τι συμβαίνει…;
- Απλά κάνε αυτό που σου λέω. Μην – ανοίξεις – την – πόρτα – σε – κανέναν!
- ΟΚ… Σε κανέναν…
Έκλεισε το τηλέφωνο. Το σπίτι του ήταν μόλις λίγα στενά μακριά. Λίγο πριν φτάσει, παρατήρησε αρκετό κόσμο καθώς και πολλά περιπολικά έξω απ' αυτό. Δεν έπρεπε να τον δουν. Σίγουρα θα τον πήγαιναν μέσα για ανάκριση, άσε που με τα δαχτυλικά αποτυπώματα του να βρίσκονταν παντού στο σπίτι και γύρω από το δωμάτιο του εγκλήματος σίγουρα η αστυνομία θα πίστευε πως αυτός είναι ο κύριος ύποπτος. Αμέσως άλλαξε κατεύθυνση πριν τον δουν και κατευθύνθηκε περπατώντας προς το Μετρό για να πάει στον Χρήστο.
Η Αθήνα, για πρώτη φορά στην ζωή του, η πόλη που μεγάλωσε και αγάπησε από μικρός άρχισε να του φαίνεται τόσο ξένη, τόσο τρομαχτική. Οι δρόμοι της τόσο αφιλόξενοι και σκοτεινοί. Ένοιωθε ξένος στην ίδια του την πόλη. Έβλεπε τον ανθρώπους γύρω του να περπατάνε αμέριμνοι και να συζητάνε με άλλους διάφορα πράγματα, χωρίς να ξέρουν τίποτα για το ότι υπάρχει κάτι εκεί έξω. Κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο. Μακάρι να μπορούσε να τους προειδοποιήσει με κάποιον τρόπο, αλλά σίγουρο ήταν πως θα τον περνούσαν για κάποιον τρελό όπως αυτούς στην τηλεόραση και στους δρόμους που φωνάζουν πως η Δευτέρα Παρουσία είναι προ των πυλών. Έτσι, συνέχισε να περπατάει με ολοένα και πιο γρήγορα προς το Σύνταγμα.
Έφτασε στο Μετρό και κατέβηκε τα σκαλιά. Προσπάθησε να μην τραβήξει τα βλέμματα των φρουρών και προχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι ανάμεσα στο πλήθος κόσμου που πηγαινοέρχονταν στον σταθμό. Μπήκε στον συρμό και μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε στον προορισμό του. Βγαίνοντας η ζέστη τον ζάλισε λίγο, μιας και είχε αρκετές ώρες να πιεί νερό και ένοιωθε αρκετά κουρασμένος. Αφού κοντοστάθηκε για λίγο συνέχισε, προσπαθώντας να μην τραβήξει διάφορα περίεργα βλέμματα πάνω του, προς το σπίτι του Χρήστου.
Φτάνοντας, κοίταξε γύρω του μήπως υπάρχει κανείς και χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως ακούστηκε η γνώριμη φωνή του φίλου του.
- Ποιος είναι;
- Άνοιξε. Ο Αντώνης είμαι.
Μπαίνοντας μέσα, πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στον όροφο όπου έμενε ο Χρήστος. Χτύπησε την πόρτα και μετά από λίγα δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιξε.
- Ευτυχώς είσαι καλά, είπε ο Χρήστος βάζοντας μέσα τον Αντώνη και κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
- Χρήστο σε ευχαριστώ πολύ. Δεν ήξερα σε ποιόν να απευθυνθώ, είπε και έκατσε στην πολυθρόνα.
- Λοιπόν πάω να φέρω κάτι να πιεις και μετά θέλω να μου πεις τι έγινε, είπε ο φίλος του καθώς έμπαινε στην κουζίνα.
- Θα στα πω όλα… Αλλά, έχεις και κανένα ρούχο να φορέσω; Και αν γίνεται πρέπει να κάνω ένα μπάνιο, οπωσδήποτε!
- Ό, τι θες, είπε ο Χρήστος βγαίνοντας από την κουζίνα με έναν δίσκο που είχε πάνω του γάλα και κέικ. Η μυρωδιά του κέικ έκανε την κοιλιά του Αντώνη να γουργουρίσει σαν τρελή. Είναι από την μητέρα μου. Μου το έστειλε χτες το απόγευμα.
- Σε ευχαριστώ. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πεινάω! είπε ορμώντας στο κέικ και στο γάλα.
Ο Χρήστος του χαμογέλασε. Αλλά στο χαμόγελο του φίλου του ο Αντώνης διέκρινε και ένα ίχνος ανησυχίας. Μακάρι να μπορούσε να του πει ότι όλα είναι καλά, να τον καθησυχάσει, αλλά ήξερε πολύ καλά πως αυτό θα ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Αφού έφαγε άρχισε να του εξιστορεί τα γεγονότα τις προηγούμενης μέρας: για το "ημερολόγιο", για την Πινακοθήκη, για την Άννα… Και κυρίως για τα γεγονότα που έγιναν χτες το βράδυ με την μητέρα του και τον Μίλτο… Κατά την διάρκεια της ιστορίας ο Χρήστος άκουγε με ενδιαφέρον αν και δεν φαίνονταν να τον πίστευε.
- Πρέπει να με πιστέψεις του είπε ο Αντώνης. Δεν τα βγάζω από το μυαλό μου.
- Ε.. Εγώ…
- Χρήστο, με ξέρεις αρκετό καιρό. Δεν σου έχω πει ποτέ ψέματα, ήσουν ο πρώτος πραγματικός μου φίλος και ο πρώτος φίλος μου που έμαθε για το ότι είμαι γκέι. Πραγματικά πιστεύεις ότι θα τα έφτιαχνα όλα αυτά με το μυαλό μου;
- Δεν.. δεν ξέρω… Αντώνη πραγματικά με τρομάζεις με όσα μου είπες.
- Και καλά κάνεις! Γιατί είναι όλα πέρα για πέρα αληθινά!!
- …
- Σε παρακαλώ, είπε βγάζοντας το "ημερολόγιο" από την τσάντα του, διάβασε το κι εσύ να δει ότι δεν τα έχω βγάλει από το μυαλό μου… Αυτός που το έγραψε ήταν ο πατέρας μου!
Ο Χρήστος πήρε το μικρό δερμάτινο βιβλίο κάπως δισταχτικά στα χέρια του. Το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει. Λέξεις και εικόνες άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό του Χρήστου καθώς διάβαζε προσεχτικά το "ημερολόγιο". Τελειώνοντας τον κοίταξε και του είπε:
- Λέξεις ενός παρανοϊκού ανθρώπου μου φαίνονται όλα αυτά.
- Κι εγώ έτσι πίστευα στην αρχή. Κι όμως δεν είναι. Τα είδα όλα αυτά με τα ίδια μου τα μάτια. Η μητέρα μου και ο Μίλτος έγιναν... ζόμπι..., η μητέρα μου είναι νεκρή, ο Μίλτος αγνοείτε κι εγώ τρέχω να σωθώ.
- ΟΚ. Και πες ότι σε πιστεύω. Τι θες από εμένα…;
- Θέλω να με βοηθήσεις να βρούμε μια άκρη. Ποιοι είναι αυτοί οι "Άλλοι" και πως τους σταματάμε. Μια καλή αρχή είναι τα διάφορα σύμβολα και πίνακες που υπάρχουν στο βιβλίο, είπε ο Αντώνης παίρνοντάς το από τα χέρια του Χρήστου.
- Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μπούμε στο ίντερνετ και να το ψάξουμε εκεί.
- Ωραία. Αυτό θα κάνουμε… Μόλις κάνω ένα μπάνιο και φορέσω καθαρά ρούχα.
- Πήγαινε κάνε το μπάνιο σου και σου φέρω εγώ καθάρα ρούχα, του είπε χαμογελώντας ο Χρήστος.
- Σε ευχαριστώ…
- Γι’ αυτό είναι οι φίλοι… είπε και πήγε στο δωμάτιο του.
Ο Αντώνης πήγε στο μπάνιο. Αφού έβγαλε τα ρούχα του, μπήκε κάτω από το ζεστό νερό του ντους το οποίο άκρως αναζωογονητικό. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν εκείνη την στιγμή. Για μια στιγμή φαίνεται πως τα είχε ξεχάσει όλα αυτά που έγιναν. Τελειώνοντας φόρεσε τα καινούργια ρούχα που του άφησε ο Χρήστος και βγήκε για να πάει στο δωμάτιο του. Εκεί είδε τον φίλο του να έχει ήδη καθίσει στον υπολογιστή του και έψαχνε στο ίντερνετ για να βρει κάτι που θα τον βοηθούσε να λύσει αυτό το μυστήριο. Ο Αντώνης πήρε μια καρέκλα και έκατσε δίπλα του.
- Βρήκες τίποτα; ρώτησε τον Χρήστο ο οποίος φάνηκε να είχε κολλήσει πάνω στην οθόνη του υπολογιστή του.
- Τίποτα το σημαντικό. Μόνο βρήκα το
Memento Mori είναι λατινικά και σημαίνει "θυμήσου τον θάνατο".
- Αυτό το ήξερα ήδη, του είπε ο Αντώνης.
- Τελοσπάντων. Αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι τα εβραϊκά κάτω από αυτό το σχέδιο. Προσπαθώ να βρω ένα online λεξικό για να το μεταφράσω. Ήδη σκάναρα την σελίδα… Χμμμ… Για να δω αυτό εδώ το λινκ.
Πατώντας το άνοιξε στην οθόνη ένα από τους πολλούς online μεταφραστές κειμένων. Έψαξε να βρει αν είχε εβραϊκά…
- ΝΑΙ! Είμαστε τυχεροί!... είπε.
Έβαλε την λέξη στον μεταφραστή, πάτησε το ΟΚ και περίμενε. Η αγωνία ήταν ήδη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Και τότε, η απάντηση εμφανίστηκε στην οθόνη.
הילל [Hêlēl] noun – the morning star
- Τι σχέση έχει να κάνει ο Αυγερινός με όλα αυτά; είπε γεμάτος απορία ο Αντώνης κοιτάζοντας τον Χρήστο.
- Θα δούμε. Κάτσε να ψάξουμε…
Και άρχισαν να ψάχνουν… Και να ψάχνουν… Και να ψάχνουν… Όλοι οι σύνδεσμοι που έπεφταν πάνω στον πλανήτη της Αφροδίτης, χωρίς να λένε τίποτα σημαντικό.
- Δεν ξέρω… Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα, είπε φανερά απηυδισμένος ο Χρήστος.
- Κάτσε… Δες αυτό, του είπε και του έδειξε έναν λινκ που έγραφε ότι Hêlēl σημαίνει the morning star ή the bringer of light… Τhe Bringer of… Light; Αυτός που φέρνει το φως; είπε κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή ο Αντώνης.
- Ω Θεέ μου! Αυτός που φέρνει το Φως; Περίμενε…
Ο Χρήστος μπήκε για άλλη μια φορά στον online μεταφραστή και έγραψε the morning star αλλά αυτή την φορά έβαλε να μεταφραστεί στα Λατινικά. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει… Αποσβολωμένοι κοιτούσαν την οθόνη…
Lucifer
- Ο Εωσφόρος! είπε έκπληκτος ο Χρήστος.
- Ο… Διάβολος; Ο Σατανάς;…
- Ναι… Ο ίδιος... Αντώνη; Που έχεις μπλέξει;
- … Δες και ψάξε “Lucifer”. Τώρα.
Οι σύνδεσμοι άρχισαν να βγαίνουν κατά χιλιάδες. Μπήκαν στο πρώτο που βρήκαν. Εκεί άρχισαν να διαβάζουν για την ιστορία του. Για το πως ένας από τους Αρχάγγελους και δεξί χέρι του Θεού, εκδιώχτηκε από τους Ουρανούς και βρέθηκε να είναι ο χειρότερος εχθρός Του. Και εκεί που διάβαζαν βρήκαν το σχέδιο του ημερολογίου! Από κάτω έγραφε…
"Το έμβλημα του Σατανά. Ένα έμβλημα προστατευτικού χαρακτήρα που χρησιμοποιείτε και σαν αναγνωριστικό των Σατανιστών".
Από κάτω είχε ονόματα φημισμένων προσωπικοτήτων όπου μάλλον είχαν ασχοληθεί με τον Σατανισμό και την λατρεία του. Ανάμεσα σε αυτούς είδε και το όνομα του Memling. Πιο κάτω ανέφερε πως πολλοί πίστευαν πως όταν ο Εωσφόρος περπατήσει πάνω στην Γη, θα αρχίσει και η Δευτέρα Παρουσία. Η Τελική Κρίση… Προς το τέλος όμως ήταν και κάτι άλλο που τους κέντρισε το ενδιαφέρον. Για μια ομάδα δαιμόνων, σαν σκιές, όπου βρίσκονταν στην Ένατη Πύλη της Κολάσεως που μπορούσαν να κυριεύσουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν υποχείρια του Σατανά.
- Ο πατέρας μου είχε μπλεχτεί σε κάτι τρομαχτικό. Άθελά του… είπε στον έκπληκτο Χρήστο. Χιλέλ! Αυτό μου έλεγαν οι ψίθυροι, μονολόγησε… Το όνομά του! Ίσως, αυτοί οι "Άλλοι" είναι τελικά η ονομασία που έδωσε σε αυτούς όπου αυτά τα ανίερα όντα κυρίευαν.
- Και τι σκοπεύεις να κάνεις; Να τους σταματήσεις; Μην είσαι τρελός! Δεν μπορείς να τα βάλεις μόνος σου με αυτούς... Ασε δε που δεν έχεις ιδέα από που να αρχίσεις να ψάχνεις.
- Μπορεί εγώ να μην ξέρω, αλλά είμαι σίγουρος ότι ο πατέρας μου το γνώριζε, είπε καθώς σηκώνονταν από την καρέκλα και κατευθύνονταν προς το σαλόνι.
- Τι θες να πεις; Αντώνη που πας; του φώναζε καθώς τον ακολουθούσε.
- Πρέπει να γυρίσω πίσω.
- Που;
Ο Αντώνης φάνηκε πως δεν του έδινε σημασία. Ο Χρήστος τον έπιασε από τον ώμο και τον σταμάτησε.
- Αντώνη σταμάτα. Αυτό που πας να κάνεις είναι τρέλα! Δεν ξέρεις τι μπορεί να αντιμετωπίσεις.
- Δεν γίνεται να κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια. Πρέπει να σώσω τον Μίλτο. Πρέπει να σώσω τον εαυτό μου…
- Και που θα πας; Που θα ξεκινήσεις;
- Εκεί που άρχισαν όλα… Σπίτι μου.
"Ο Θρίαμβος του Θανάτου" του Pieter Bruegel (c.1562) (Μέχρι εδώ είχα γράψει. Απ’ όσα έχω στο μυαλό μου είναι όλο-όλο άλλο ένα κεφάλαιο αυτό που έχει μείνει. Έχω κάποιες σκέψεις στο μυαλό μου, αλλά θα θέλω λίγο καιρό να το σκεφτώ και να τις μεταφέρω στο χαρτί. Well, ελπίζω να σας άρεσε…)
44 και σήμερα...