"MEMENTO MORI"
Κεφάλαιο 5
Δαίμονες προσπαθούν να δελεάσουν τον ετοιμοθάνaτο άντρα, κάτω από το αποδοκιμαστικό βλέμμα της Παναγίας, του Χριστού και του Θεού (c.1460) Η πίστη του Αντώνη στο Θεό σταμάτησε από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του. Δεν μπορούσε να πιστεύει σε μια κάποιον που, ενώ δίδασκε την αληθινή αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, θεωρούσε άτομα σαν κι αυτόν "βδέλυγμα" και "μέγα αμαρτωλούς" επειδή απλά τόλμησε και αγάπησε κάποιον του ιδίου φύλου. Μισούσε Αυτόν που έφερε καταστροφές και τόσα κακά στην ανθρωπότητα και καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια και απλά να παρατηρεί. Όχι, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιος που ενώ αγαπάει τους ανθρώπους να μην κάνει απολύτως τίποτα για να τους βοηθήσει. Κανείς δεν νοιάζεται για μας παρά μόνο εμείς, όσο εγωιστικό και απόλυτο κι αν φαίνεται αυτό. Και μετά τον θάνατο του πατέρα του, οι σχέσεις του με την θρησκεία απλά χειροτέρεψαν. Ο ίδιος έπρεπε να συμπαρασταθεί στην μητέρα του, να φέρει φαγητό στο σπίτι, να πληρώνει λογαριασμούς, να σπουδάζει χωρίς την παραμικρή βοήθεια. Κανείς δεν νοιάστηκε γι’ αυτούς. Κανείς δεν άκουσε τις προσευχές του. Που ήταν ο Θεός όταν Τον χρειάζονταν; Που ήταν όταν κάθε βράδυ έκλεγε κάτω από τα σκεπάσματα μην αντέχοντας άλλο την καταθλιπτική ζωή του; Και σήμερα μαθαίνοντας όλα αυτά δεν ήξερε ποιόν μισεί περισσότερο: τον Θεό που δεν τον άκουσε ούτε μια φορά; Ή τον Διάβολο που του πήρε ό, τι αγαπούσε από κοντά του;
Όλη την διαδρομή από του Χρήστου μέχρι το σπίτι του την περπάτησε. Δεν τον ένοιαζε η απόσταση ούτε και η κούραση που ένιωθε, ήθελε απλά να χαθεί στις σκέψεις του και να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του. Τα στοιχεία που είχε ήταν όντως πολύ λίγα και οι πιθανότητες να μη τα καταφέρει ήταν από ελάχιστες ως μηδαμινές. Πως κάποιος σαν κι αυτόν, χωρίς καμία βοήθεια θα μπορέσει να τα βάλει με την Στρατιά του Σκότους; Και που θα τους έβρισκε; Και τότε θυμήθηκε τις σκισμένες σελίδες του "ημερολογίου" του πατέρα του. Γιατί τις έσκισε; Μήπως ήθελε κάτι να κρύψει; Κάτι να φυλάξει; Κάτι να ξεχάσει; Κι αν ναι τι ήταν αυτό; Και κυρίως που βρίσκονταν αυτές οι σελίδες; Η μόνη του ελπίδα ήταν αυτές οι απαντήσεις να υπήρχαν εκεί μέσα και να βρίσκονταν ακόμα κάπου μέσα στο σπίτι του.
Φτάνοντας στο σπίτι του, νύχτα πια, είδε από μακριά μόνο δυο αστυνομικούς έξω από την πόρτα.
- Γαμώτο, σκέφτηκε. Πρέπει να βρω τρόπο να μπω μέσα χωρίς να με δουν.
Σκέφτηκε να δοκιμάσει και την πίσω αυλή του σπιτιού του. Προχώρησε προς αυτή μέσω ενός παράδρομου που υπήρχε εκεί για να μην τραβήξει κανενός την προσοχή. Φτάνοντας παρατήρησε πως δεν ήταν κανένας αστυνομικός τριγύρω.
- Να η ευκαιρία μου, είπε. Ή τώρα ή ποτέ, και έτρεξε προς την πόρτα.
Την ξεκλείδωσε και την άνοιξε όσο πιο σιγά μπορούσε. Μπαίνοντας στην κουζίνα η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Αν και φωτίζονταν μόνο από το φως του ολόγιομου φεγγαριού, πρόσεξε πως τα περισσότερα ήταν έτσι όπως τα είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Το πτώμα της μητέρας του, όμως, το είχαν μετακινήσει και στην θέση του όπου πια υπήρχε μόνο ένα ζωγραφισμένο περίγραμμα ενώ τα αίματα ήταν ακόμα παντού. Τα τελευταία λόγια της αντηχούσαν ακόμα στο μυαλό του σαν χίλιες κατάρες που ήθελαν να τον αποδυναμώσουν. Να τον κάνουν να νιώσει ευάλωτος και αδύναμος για άλλη μια φορά. Γρήγορα όμως επανέφερε τις σκέψεις του στον σκοπό που είχε έρθει εδώ. Να βρει περισσότερα στοιχεία που θα τον οδηγούσαν σ’ αυτούς που θέλουν να κάνουν την Αποκάλυψη πραγματικότητα.
Παρόλο το σκοτάδι, ο Αντώνης μπορούσε να προχωρήσει στο σπίτι του χωρίς να κάνει φασαρία. Τόσα χρόνια έμενε εξάλλου, είχε μάθει που βρισκόταν το κάθε τι και μπορούσε να κινείτε με τρομερή ευκολία. Φτάνοντας στην σκάλα, την ανέβηκε πατώντας στις μύτες των ποδιών του για να μην κάνει φασαρία και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. Εκεί άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου του που υπήρχε δίπλα από το κρεβάτι του και πήρε το μικρό φακό που είχε. Τώρα το δύσκολο μέρος είναι να βρει τις χαμένες σελίδες. Το καλύτερο μέρος σκέφτηκε είναι να αρχίσει να ψάχνει από εκεί που βρήκε το ημερολόγιο για πρώτη φορά. – στη σοφίτα. Άνοιξε τον φακό του και ανέβηκε πάνω. Η σοφίτα του φαινόταν, από μικρό, ακόμα πιο τρομαχτική τα βράδια με το φως του φεγγαριού να δημιουργεί περίεργες σκιές στο δωμάτιο ενώ η σκόνη που υπήρχε παντού να κάνει την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνικτική. Με τον φακό του φώτιζε τριγύρω μήπως και ανακαλύψει κάτι περίεργο, κάτι που να μην το είχε προσέξει πριν. Μετακίνησε μπαούλα, πράγματα από δω κι από εκεί αλλά όπου και να έψαχνε δεν έβρισκε τίποτα. Άρχισε να πιστεύει πως οι σελίδες τελικά δεν υπήρχαν στην σοφίτα. Απογοητευμένος γύρισε να φύγει όταν ένιωσε το πόδι του να βουλιάζει… Κοίταξε κάτω και πρόσεξε ότι μια από τις σανίδες του πατώματος είχε σηκωθεί ελαφρά.
- Τι έχουμε εδώ; σκέφτηκε και έσκυψε για να δει καλύτερα.
Φωτίζοντας την σανίδα, την τράβηξε πιο πέρα και από κάτω της ακριβώς ανακάλυψε ένα μικρό μεταλλικό κουτάκι. Γεμάτος αγωνία και με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, το πήρε και το άνοιξε. Μέσα είδε διάφορες φωτογραφίες αρκετά παλιές οι οποίες έδειχναν διάφορα άτομα – άντρες και γυναίκες – που δεν είχε ξαναδεί. Από κάτω έγραφαν ημερομηνίες που μάλλον είχαν τραβηχτεί οι φωτογραφίες. Όλες ήταν του 1972 ενώ μερικές ήταν αρκετά θαμπές και δεν μπορούσε να διακρίνει τα πρόσωπα. Μέσα υπήρχε κι ένα κομμάτι ενός υφάσματος. Το πήρε και το ξετύλιξε. Ένα μαύρο μαχαίρι, περίτεχνα σφυρηλατημένο με περίεργα κόκκινα σύμβολα στην λαβή του. Όταν το έπιασε ένιωσε μια περίεργη δύναμη να τον διαπερνά.
- Τι στο καλό είναι αυτό; σκέφτηκε. Για να είναι εδώ πρέπει να είναι σημαντικό, είπε και το έβαλε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του.
Καθώς συνέχιζε να ψάχνει στο κουτί είδε μέσα κι μερικά χαρτιά – τις σελίδες του "ημερολογίου". Αμέσως άρχισε να διαβάζει την πρώτη όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
"
20 Φεβρουαρίου
Ποτέ στην ζωή μου δεν έχω φοβηθεί τόσο. Οι ψίθυροι ακούγονται κάθε μέρα ολοένα και πιο δυνατά. Από τότε που σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια τον Αντώνη. Είδα το μωρό μου να ξεψυχάει στα χέρια μου!..."
Ο Αντώνης σταμάτησε. Για μια στιγμή δεν πίστευε αυτό που διάβασε! Δεν μπορεί… Ο πατέρας του ήταν γκέι; Μα πως; Δεν μπορούσε να το πιστέψει… Ποτέ του δεν είχε δείξει κάποια τέτοια συμπεριφορά όσο ζούσε. Σκέφτηκε πως όσο και αγαπημένοι να ήταν με τον πατέρα του ένιωσε πως ποτέ του δεν τον ήξερε καλά, μέχρι πριν λίγες μέρες όπου ανακάλυψε αυτό το βιβλίο. Σοκαρισμένος συνέχισε να διαβάζει παρακάτω.
"
…Ανακάλυψα την είσοδο του υπόγειου Μαυσωλείου όπου ζουν αυτά τα ανίερα όντα μαζί με την βοήθεια της Άννας όπου ήταν πραγματικά πολύτιμη. Αν και την ξέρω μόνο λίγες εβδομάδες, ήταν η μόνη που μου συμπαραστάθηκε τόσο πολύ και οι γνώσεις της γύρω από το θέμα ήταν τρομερές. Απόψε το βράδυ δώσαμε ραντεβού στην πλατεία. Από εκεί θα αρχίσει και το ταξίδι μας για την Εκκλησία του Σκότους. Ελπίζω να βγω ζωντανός απ’ όλο αυτό. Ελπίζω να καταφέρω να εξιλεωθώ από τις αμαρτίες μου… Ελπίζω να καταφέρω να ξαναπάρω την ζωή μου πίσω. Για σένα…"
Στην επόμενη σελίδα πρόσεξε έναν χάρτη όπου υπήρχε κυκλωμένο ένα πάρκο της πόλης ενώ ακριβώς από πίσω υπήρχε ένα απόκομμα ενός δεύτερου χάρτη, που έμοιαζε σαν λαβύρινθος με ένα μεγάλο κόκκινο Χ πάνω του. Ήταν σίγουρος πως εκεί ήταν που έπρεπε να πάει. Έβαλε τα χαρτιά στην τσάντα του, τοποθέτησε πίσω την σανίδα και ετοιμάστηκε να φύγει. Καθώς κατέβηκε την σκάλα από την σοφίτα άρχισε να ακούει και πάλι τους ψίθυρους στο κεφάλι του. Και τότε μπροστά του είδε κάποιον να τον πλησιάζει.
O Θάνατος και ο Διάβολος εκπλήσουν δυο γυναίκες - Πραγματικά, πίστευες πως θα μπορούσες να μας νικήσεις; είπε μια γνώριμη φωνή.
- Ποιος… ποιος είναι;
- Τόσο γρήγορα ξεχνάς την μοναδική σου αγάπη;
- Μ… Μ… Μίλτο; τραύλισε ο Αντώνης καθώς ένοιωθε το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει.
Η φιγούρα άρχισε να τον πλησιάζει και τότε πρόσεξε πως το πρόσωπό του ήταν γεμάτο χαρακιές και αίματα. Τρομαχτικό όσο τίποτε άλλο. Τα μάτια του άδεια, σαν της μητέρας του όταν την είδε για πρώτη φορά να μεταμορφώνεται σε αυτό το πλάσμα.
- Αυτός ο πουστράκος δεν υπάρχει πια, είπε με μια φωνή περίεργη φωνή – ούτε ανδρική μα ούτε γυναικεία.
- Όχι!... Λες ψέματα…
Ο δαίμονας γέλασε. Ένα γέλιο που έκανε τον Αντώνη να αισθανθεί ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα του.
- Πάντα ήσουν τόοοοσο αφελής! Το ξέρεις ότι ήσουν ο χειρότερος μου εραστής. Ξέρεις ότι γαμούσα κι άλλους όταν τα είχαμε; Ότι σε απατούσα;
- Σταμάτα… Σε παρακαλώ…
- Ποτέ μου δεν σ’ αγάπησα πραγματικά. Από λύπη ήμουν μαζί σου. Σε λυπόμουν. Εγώ ποτέ δεν ήμουν αδερφάρα σαν κι εσένα. Είχα όποια γκόμενα γούσταρα και πηδιόταν καλύτερα από σένα…
- ΣΚΑΣΕΕΕΕΕ!! φώναξε ο Αντώνης και έτρεξε προς το μέρος του.
Τον έπιασε από την μέση και με όλη του την δύναμη τον έσπρωξε στον τοίχο. Ο δαίμονας ξαφνιάστηκε από αυτή την επίθεση και προς στιγμή τα έχασε. Ο Αντώνης έτρεξε προς τις σκάλες, αλλά ο δαίμονας τον έπιασε από τον πόδι και τον έριξε κάτω.
- Δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις τόσο εύκολα!
Ο δαιμονισμένος Μίλτος όρμισε πάνω στον Αντώνη ο οποίος την τελευταία στιγμή έβγαλε το μαχαίρι από την τσέπη του και του το έμπηξε στον ώμο. Ο δαίμονας ούρλιαξε από πόνο καθώς ο Αντώνης τραβούσε ο μαχαίρι από πάνω του. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έτρεξε προς τις σκάλες.
- Καριόλη! Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό!!
Σηκώθηκε όρθιος και με μια κίνηση του χεριού του έκανε τον Αντώνη να χτυπήσει στον απέναντι τοίχο με τόση δύναμη που λες και μόλις τον χτύπησε κάποιο αόρατο αυτοκίνητο. Ο Αντώνης πονούσε σε όλο του σώμα ζαλιζόταν από αυτό το ξαφνικό χτύπημα. Ο δαίμονας ήρθε και στάθηκε δίπλα στον Αντώνη. Το πρόσωπο του φαινόταν ακόμα πιο αποκρουστικό κάτω από το ημίφως. Ο Αντώνης ήθελε όλα να τελειώσουν. Δεν άντεχε πια αυτό το συνεχές κυνηγητό. Ένιωθε πως έπρεπε να παραδώσει τα όπλα…
- Σε παρακαλώ, πριν με σκοτώσεις θέλω να δω για τελευταία φορά τον Μίλτο. Θέλω να δω για τελευταία φορά το πρόσωπο του ανθρώπου που πραγματικά αγάπησα, είπε με δάκρυα στα μάτια και τον πόνο εμφανή στο πρόσωπό του.
- Χμ! Πολύ καλά λοιπόν. Ο Μίλτος θα είναι αυτός που θα σε σκοτώσει. Αυτό θέλω να είναι και το τελευταίο πράγμα που θα δείς. Τον άνθρωπο που σε αγάπησε να σε σκοτώνει... Έλα, λοιπόν, να με αγκαλιάσεις. Έλα να με φιλήσεις. Έλα να μου κάνεις έρωτα…, είπε καθώς το πρόσωπό και η φωνή του άλλαζαν σε αυτές του Μίλτου. Έλα μωρό μου κοντά μου. Έλα να σου δείξω τι πραγματικά σημαίνει αγάπη…, και άνοιξε την αγκαλιά του.
Οι ψίθυροι άρχισαν να μετατρέπονται σε φωνές στο κεφάλι του Αντώνη οι οποίες τον έκαναν να μην μπορεί να σκεφτεί καθαρά. Ούρλιαξε από τον πόνο! Και τότε σταμάτησαν… Δεν άκουγε τίποτα. Νεκρική σιγή. Το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν το μωρό του να τον περιμένει.
- Μωρό μου;…, τραύλισε.
- Ναι, Αντώνη μου, είπε ο Μίλτος μπροστά του. Ναι, αγάπη μου. Εγώ είμαι. Έλα εδώ. Θα είμαστε για πάντα μαζί και δεν θα αφήσω κανέναν να μας χωρίσει πια. Ποτέ… Όλα θα τελειώσουν. Όλα…
Τα λόγια του ακούστηκαν σαν βάλσαμο στα αυτιά του Αντώνη. Ήθελε τόσο πολύ να τελειώσουν όλα αυτά. Να ξυπνήσει από τον εφιάλτη αυτό.
- Ναι, αγάπη μου… Όλα θα τελειώσουν, είπε, μπήκε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια του.
Για μια στιγμή κανείς τους δεν έκανε τίποτα. Ο Μίλτος κοίταξε γεμάτος έκπληξη τον Αντώνη.
- Σ’ αγαπώ, του ψιθύρισε στο αυτί ο Αντώνης βγάζοντας το μαύρο μαχαίρι που μόλις είχε μπήξει στην κοιλιά του. Τα σύμβολα πάνω στην λαβή άρχισαν να βγάζουν μια παράξενη λάμψη.
Ο Μίλτος απλά τον κοιτούσε με ένα παγωμένο βλέμμα χωρίς να βγάλει λέξη. Κρατώντας τον στην αγκαλιά του, ο Αντώνης άρχισε να τον αφήνει σιγά-σιγά στο κρύο πάτωμα.
- Σ’ αγαπώ… ψιθύρισε για άλλη μια φορά αφήνοντας το πτώμα του Μίλτου από την αγκαλιά του.
- Αντώνη;
Κοίταξε μπροστά του και πρόσεξε τον Χρήστο να στέκετε άναυδος με όλα όσα είχε μόλις παρακολουθήσει.
- Τι κάνεις εδώ; τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο Αντώνης.
- Σκότωσες τον Μίλτο; Χριστέ μου! Τι έκανες;
- Δεν ήταν ο Μίλτος αλλά ένας από τους "Άλλους". Ο Μίλτος ήταν ήδη νεκρός…
Ο Χρήστος απλά τον κοιτούσε με έναν τρόμο στα μάτια του.
- Δεν απάντησες στην ερώτησή μου Χρήστο. Τι κάνεις εσύ εδώ; τον ρώτησε με έναν αρκετά σοβαρό τόνο αυτή την φορά.
- Ε… Δεν… Δεν θα μπορούσα να σε αφήσω μόνο σου μετά από όλα αυτά που μου είπες σπίτι μου. Ήθελα να σε βοηθήσω να σταματήσει αυτή η τρέλα… Αντώνη όλα αυτά είναι στο μυαλό σου. Πρέπει να παραδοθείς στην αστυνομία…
- Δεν χρειάζομαι την βοήθεια κανενός, του είπε καθώς τον πλησίαζε. Και αυτό που θα σου πω θέλω να το βάλεις καλά στο μυαλό σου.
Τον κοίταξε και τα μάτια του έβγαζαν φλόγες. Ένιωθε θυμωμένος, η αδρεναλίνη του είχε χτυπήσει κόκκινο. Ο Χρήστος απλά κοκάλωσε βλέποντας τον φίλο του σε αυτή την κατάσταση να είναι απλά σε απόσταση αναπνοής από μπροστά του κρατώντας το μαχαίρι στο χέρι του.
- ΔΕΝ – ΕΙΜΑΙ – ΤΡΕΛΟΣ…, φώναξε τραβώντας το μαύρο μαχαίρι και βάζοντας το στην καρωτίδα του φίλου του.
Ο Χρήστος δεν κουνήθηκε…
- Αν ήμουν, τώρα εσύ θα ήσουν ήδη νεκρός…, του ψιθύρισε στ’ αυτί.
Λέγοντάς του τα λόγια αυτά αποτραβήχτηκε, έβαλε το μαχαίρι στην τσέπη του και άρχισε να τρέχει. Ο Χρήστος δεν κουνήθηκε ούτε σπιθαμή καθώς έβλεπε τον φίλο του να φεύγει από το σπίτι. Ο Αντώνης είδε έξω τους δύο αστυνομικούς πεσμένους στον δρόμο να κείτονται μέσα σε μια λίμνη αίματος με τα στήθη τους ορθάνοιχτα και τα σωθικά τους πεταμένα από δω κι από κει. Και τότε ένιωσε μια περίεργη δύναμη να τον σπρώχνει πάνω στον απέναντι τοίχο με μανία. Πέφτοντας κάτω όλο το σώμα του πονούσε απίστευτα. Γύρισε και είδε δύο φιγούρες να έρχονται προς το μέρος του…
Και μετά… Σκοτάδι…
Vanitas του Philippe De Champaigne (c.1671) (Επειδή τελικά μου βγήκε λίγο παραπάνω από ότι περίμενα - *sigh* - το επόμενο μέρος θα είναι και το τελευταίο μαζί με τον μικρό επίλογο).
27 και σήμερα...